- λαθάνεμος
- λαθάνεμος και ληθάνεμος, -ον (Α)αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ-λαθ-ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ-άνεμος, κωλυσ-άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ. ληθ- τού λανθάνω (πρβλ. παρακμ. λέ-ληθ-α) + ἄνεμος].
Dictionary of Greek. 2013.